- σερνάμενος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που σέρνεται2. το ουδ. ως ουσ. το σερνάμενοα) ναυτ. το αγόμενο συσπάστου ή πολυσπάστουβ) ερπετό3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σερνάμεναναυτ. η επιχειρία τού σκάφους.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. φωνής τού σέρνω σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε -άμενος τού τύπου ἱπτάμενος, ἱστάμενος (πρβλ. λεγάμενος, τρεχάμενος)].
Dictionary of Greek. 2013.