σερνάμενος

σερνάμενος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που σέρνεται
2. το ουδ. ως ουσ. το σερνάμενο
α) ναυτ. το αγόμενο συσπάστου ή πολυσπάστου
β) ερπετό
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σερνάμενα
ναυτ. η επιχειρία τού σκάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. φωνής τού σέρνω σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε -άμενος τού τύπου ἱπτάμενος, ἱστάμενος (πρβλ. λεγάμενος, τρεχάμενος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -άμενος — Γλωσσ. κατάληξη μεσοπαθητικών μετοχών τής νέας Ελληνικής. Οι μετοχές σε άμενος τής νέας Ελληνικής αποτελούν αναλογικούς σχηματισμούς κατά το πρότυπο μεταγενέστερων τύπων μετοχής (παράβαλε τύπο μετοχής γενάμενος < μεταγενέστερο τύπο αορίστου… …   Dictionary of Greek

  • πετάμενος — η, ο, Ν ο πετούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. πετώ σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε άμενος τού τύπου ιπτάμενος, ιστάμενος (πρβλ. κουνάμενος, λεγάμενος, σερνάμενος κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • σέρνομαι — σέρνομαι, σύρθηκα, συρμένος βλ. πίν. 205 Σημειώσεις: σέρνομαι : η μτχ. ενεστώτα συνηθίζεται και με τον τύπο σερνάμενος, που μπορεί να έχει και έννοια επιθέτου. Π.χ. ... με μια βραχνή και σερνάμενη φωνή (Τσίρκα, Διηγ., σελ. 198), δηλ. αργόσυρτη… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”